-
1 λῑμ-ώδης
λῑμ-ώδης, ες, verhungert, hungrig; Hippocr.; ὕπνος, wie bei einem Hungerleider, Plut. fort. Rom. 12; καὶ κενὴ τράπεζα, Symp. 7, 4, 6; λιμῶδές τι καὶ ὀδυρτικὸν ἀναφϑέγγεσϑαι, amator. 4, vgl. λιμῶδες ἐρυγγάνειν, vor Hunger aufstoßen, Alciphr. 1, 25.
См. также в других словарях:
Σέο ντε Ουργκέλ, Ζωγράφος της- — Στον ανώνυμο ζωγράφο της Σ. ντε. Oυ., στα σημερινά σύνορα της Δημοκρατίας της Ανδόρας, ο οποίος εργάστηκε κατά τα τέλη του 15ου αι., αποδίδεται εκτός άλλων φλαμανδικής έμπνευσης έργων, χαρακτηριστικών της καταλανικής ζωγραφικής, και «Ο καθαρμός… … Dictionary of Greek
Δημουλά, Κική — (Αθήνα 1931 –). Λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Ήταν σύζυγος του ποιητή Άθω Δημουλά. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1952 με την … Dictionary of Greek